αυθωρεί

αυθωρεί
(AM αὐθωρεί και -ρί και -ρόν) [αυθωρός]
την ίδια στιγμή, αμέσως.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πάραυτα — ΝΜΑ και παραυτά Α και πάραυτας Ν (επίρρ. χρον.) αμέσως, παρευθύς, στη στιγμή, αυθωρεί (α. «πάραυτ η γνώμη ντου άλλαξε», Ερωτόκρ. β. «πάραυτα δ ἐλθεῑν ἐς Ἰλίου πόλιν», Αισχύλ.) αρχ. 1. προς στιγμή, στιγμιαία 2. κατά τον ίδιο χρόνο, την ίδια στιγμή …   Dictionary of Greek

  • παραχρήμα — παραχρῆμα ΝΜΑ (επίρρ. χρον.) ευθύς, παρευθύς αμέσως, στη στιγμή, πάραυτα, αυθωρεί, αυτοστιγμεί (α. «οι εντολές πρέπει να εκτελούνται παραχρήμα» β. «καὶ ἐξηράνθη παραχρῆμα ἡ συκῆ», ΚΔ γ. «αἷμα ταύρου πιὼν ἀπέθανε παραχρῆμα», Ηρόδ.) αρχ. φρ. α)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”